Η Πρώιμη Παρέμβαση και η σπουδαιότητά της

Η Πρώιμη Παρέμβαση και η σπουδαιότητά της

Όπως αναφέρει η Ζώνιου-Σιδέρη (2000) τα προγράμματα Πρώιμης Παρέμβασης είναι συνδεδεμένα με το ιδεολογικό φορτίο της Παιδαγωγικής της Ένταξης του συνόλου του μαθητικού πληθυσμού στις γενικές δομές φοίτησης. Στόχος, λοιπόν, είναι η παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών σε ένα παιδί και στην οικογένειά του μέχρι αυτό να ενταχθεί πλήρως στο σχολικό σύστημα και να τελεί υπό της αρμοδιότητας των εκπαιδευτικών φορέων (Ευρωπαϊκός Φορέας για την Ανάπτυξη της Ειδικής Αγωγής, 2005, Δροσινού 2009). Η διάρκεια της παρέμβασης ποικίλλει, ενώ περιλαμβάνει τη διαδικασία από την πρώτη στιγμή που εντοπίζεται και καθορίζεται η δυσκολία, μέχρι την εκπαίδευση και την παρέμβαση. Το πρόγραμμα δομείται από διεπιστημονική ομάδα (παιδοψυχίατρο, ψυχολόγο, ειδικό παιδαγωγό, λογοθεραπευτή, εργοθεραπευτή, διατροφολόγο και φυσιοθεραπευτή αν κρίνεται αναγκαίο).

Παιδοκεντρικές εκπαιδευτικές δραστηριότητες στοχεύουν στην καθοδήγηση των γονέων ανάλογα με τη Ζώνη Εγγύτερης Ανάπτυξης του παιδιού τους και στην ολιστική ανάπτυξη του τελευταίου (Τζουριάδου κ.α., 1998). Ηλικιακά μπορούν να συμμετέχουν σε αυτές παιδιά βρεφικής, νηπιακής ηλικίας τα οποία φέρουν δυσκολίες ή βρίσκονται σε επικινδυνότητα για εμφάνιση αναπτυξιακών δυσκολιών. Βιβλιογραφικά, παιδιά που θεωρούνται ότι ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία είναι όσα παρουσιάζουν προωρότητα ή έχει προηγηθεί παράταση τοκετού, όσα φέρουν χρόνια προβλήματα υγείας (καρδιακά, επιληψία, κυστική ίνωση, ρευματισμό κ.ο.κ.) ή όσα φέρουν ορθοπεδικές ή νευρολογικές δυσκολίες.

Πιο συγκεκριμένα, τομείς που ελέγχονται για να εντοπιστεί αν ένα παιδί χρειάζεται να λάβει πρόγραμμα Πρώιμης Παρέμβασης είναι οι παρακάτω:

  • Αδρή κινητικότητα
  • Λεπτή κινητικότητα
  • Αισθητηριακή Αντίληψη
  • Αισθητηριακή Ολοκλήρωση
  • Επικοινωνία (λόγος, ομιλία)
  • Γνωστικός τομέας ανάπτυξης (προγλωσσικές-προμαθητικές γνώσεις, χωρικός-χρονικός προσανατολισμός κλπ)
  • Κοινωνικές δεξιότητες- Προσαρμοστική Συμπεριφορά.

Γενικότερα, τα προγράμματα Πρώιμης Παρέμβασης ακολουθούν συγκεκριμένες φάσεις, οι οποίες είναι αλληλένδετες μεταξύ τους. Έτσι, αυτά δομούνται ως εξής:

1η ΦΑΣΗ:

Εντοπισμός Κατάστασης- Οροθέτηση Προβλήματος

Μέσω παρατήρησης αρχικά από την οικογένεια και εν συνέχεια από τη διεπιστημονική ομάδα, εντοπίζονται πρώιμες ενδείξεις που συνδέονται με ανάπτυξη του παιδιού εντάσσοντάς τη σε επικινδυνότητα. Πιο εξειδικευμένα διερευνητικά κριτήρια μπορούν να οδηγήσουν στην ανίχνευση του προβλήματος με πιο σαφείς όρους.

2η ΦΑΣΗ:

Καθορισμός Προβλήματος- Διαφοροδιάγνωση

Η διεπιστημονική ομάδα με βάση τα διερευνητικά τεστ και το πρωτόκολλο παρατήρησης, σταδιακά οδηγείται στην καταγραφή των συμπτωμάτων και της συχνότητάς τους, ώστε να αποδοθεί πιθανή αιτιολογία εμφάνισης αυτών.

3η ΦΑΣΗ:

Αγωγή και Εκπαίδευση- Παρέμβαση

Με βάση τον εντοπισμό του επιπέδου ανάπτυξης του παιδιού καθορίζονται στόχοι που απευθύνονται στο ίδιο και στο περιβάλλον του. Ο πρώτος αποδέκτης αυτών εξαρτάται από την ηλικία του παιδιού, καθώς σε πολύ μικρές ηλικίες η παρέμβαση και η καθοδήγηση ξεκινά ταυτόχρονα και με την οικογένεια. Η παροχή συμβουλευτικής υποστήριξης στην τελευταία είναι βασική συνιστώσα, ώστε η ίδια να αναλάβει ενεργό ρόλο σε όλο το πρόγραμμα και να ενισχύσει τα αποτελέσματά του.

Για να εφαρμοστεί, εν κατακλείδι, ένα πρόγραμμα Πρώιμης Παρέμβασης απαιτείται η υποστήριξή του από θεωρητικό υπόβαθρο, η αξιολόγηση των διαδικασιών του, καθώς και οι γνώσεις και η εμπειρία των ειδικών που συμμετέχουν. Η σπουδαιότητά του είναι πολυποίκιλη και αναφέρεται όχι μόνο σε επίπεδο παιδιού και οικογένειας, αλλά και σε επίπεδο κοινωνίας. Μέσω τέτοιου είδους προγραμμάτων, ενδυναμώνεται το ανθρώπινο δυναμικό της, καθώς συμβάλλει στην ολιστική εκπαίδευση των μελών της από πολύ μικρή ηλικία, δημιουργώντας μακροπρόθεσμα αυτόνομους πολίτες.